δίκαιος

δίκαιος
δίκαιος (-ον; -οις· -ᾶν· -ῳ: adv. -ως) Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ὀπὶ vel ὄπι δίκαιον ξένον codd: ὄπιν δίκαιον ξένων Hartung: ὄπιδι δίκαιον ξένων Bury) O. 2.6
1

νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν P. 1.86

δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.280

μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι) N. 10.54 ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159. ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε

πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41

[βιαιῶν τὸ δικαιότατον (v. 1. δικαιῶν τὸ βιαιότατον) fr. 169. 3.] adv., ]

σφίσιν μάλα πρᾶξον [δι]καίως Pae. 8.12


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίκαιος, -α — και η, ο επίρρ. α και δικαίως αυτός που κρίνει με δίκαια κριτήρια, νόμιμα, αμερόληπτα: Του έτυχε δίκαιος εξεταστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίκαιος — observant of custom masc nom sg δίκαιος observant of custom masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίκαιος — observant of custom masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • δικαίος — ο (Μ δικαῑος και δίκαιος) νεοελλ. μοναχός ο οποίος ορίζεται τοποτηρητής ή αναπληρωτής τού ηγουμένου για ένα έτος μσν. τοποτηρητής θρησκευτικού ή κοσμικού άρχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, από το …   Dictionary of Greek

  • Δικαίος, Γρηγόριος — Βλ. λ. Παπαφλέσσας Δικαίος, Γρηγόριος …   Dictionary of Greek

  • Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • δικαιότερον — δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc comp sg δίκαιος observant of custom adverbial comp δίκαιος observant of custom masc acc comp sg δίκαιος observant …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοτάτων — δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl δίκαιος observant of custom fem gen superl pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοτέραις — δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) δίκαιος observant of custom fem dat comp pl δικαιοτέρᾱͅς , δίκαιος observant of custom fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοτέρων — δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl δίκαιος observant of custom fem gen comp pl δίκαιος observant of custom masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”